- μεταξωτό
- silk
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
μπροκάρ — Μεταξωτό ύφασμα, καλλιτεχνικά δουλεμένο με μεταξωτές, χρυσές και ασημένιες κλωστές, συνδυασμένες έτσι ώστε να σχηματίζουν ανάγλυφα διακοσμητικά σχέδια. Η κατασκευή του μ. φαίνεται πως άρχισε στην Κίνα, διαδόθηκε από εκεί στην Περσία, στη Συρία… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
βαλάντιο — I Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων. Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καμουχένιος — α, ο (Μ καμουχένιος και καμουχένος και καμουκένιος, α, ο) 1. κατασκευασμένος από καμουχά*. από βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καμουχένιο το βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα καμουχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς + κατάλ. ένιος, δηλωτική τής… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κρεπντεσίν — το λεπτό μεταξωτό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. crepe de Chine «μεταξωτό ύφασμα τής Κίνας»] … Dictionary of Greek
μεταξωτός — ή, ό (ΑΜ μεταξωτός, ή, όν) [μέταξα] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μετάξι, ο μετάξινος ή μεταξένιος («μεταξωτό μαντίλι» 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταξωτό(ν) ύφασμα ή ένδυμα από μετάξι («τόσο πολύ τήν αγαπάει που τήν έντυσε στα μεταξωτά»)… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λεμεσού (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1985 στο ισόγειο μιας μεγάλης νεοκλασικής κατοικίας (Αγίου Ανδρέου 253, Λεμεσός) με έντονα διακοσμητικά στοιχεία μπαρόκ, που χτίστηκε το 1922 και δωρήθηκε στο δήμο Λεμεσού από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της, Ιωάννη Σχίζα. Το 1989… … Dictionary of Greek
αλαβέρα — η ύφασμα τού Πόντου μεταξωτό, βυσσινί ή μενεξεδί ή πράσινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ὁλόβηρος «πορφυρό βάμμα»] … Dictionary of Greek